- Ἰσσῷ
- Ἰσσόςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἵσσω — ἵζω si sd o aor subj act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰσσῶι — Ἰσσῷ , Ἰσσός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
висеть — вишу, укр. висiти, др. русск., ст. слав. висѣти (Клоц., Супр.), болг. вися, сербохорв. ви̏сjети, словен. viseti, чеш. viseti, польск. wisiec. Ступень чередования в вес, весить Не имеет надежных соответствий. Ильинский (ИОРЯС 23, 1, 125)… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Aptera (Grèce) — 35° 27′ 46″ N 24° 08′ 31″ E / 35.4629, 24.142 … Wikipédia en Français
δειδίσσομαι — και δεδίττομαι (Α) 1. εκφοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δειδίσσομαι (< *δεδFικ ιομαι), αττ. δεδίττομαι, αποτελεί πιθ. εκφραστικό αναλογικά σχηματισμό από τον παρακμ. δέδοικα του δείδω* κατά τους ενεστώτες σε ίσσω. Η βασική… … Dictionary of Greek
λακτίσσω — (Α) (στους Ταραντίνους) λακτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λακτίζω που εμφανίζει επίθημα ίσσω] … Dictionary of Greek
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek